λάκημα

λάκημα
λάκημα, το και γλάκημα, το, -ατος
1. η γρήγορη φυγή.
2. μτφ., η απάρνηση φρονήματος από φόβο ή από ιδιοτέλεια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λάκημα — το (AM λάκημα) [λακώ] νεοελλ. 1. γλάκημα, φευγάλα, δρομαία φυγή 2. μτφ. η απάρνηση φρονήματος από φόβο ή ιδιοτέλεια αρχ. 1. τμήμα πράγματος, το οποίο έχει αποσπαστεί από άλλο 2. φρ. «ὄρους λάκημα» ρήγμα όρους, φαράγγι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με… …   Dictionary of Greek

  • λακήματα — λάκημα fragment neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλάκημα — και λάκημα, το [γλακώ] φευγιό, φευγάλα …   Dictionary of Greek

  • γλάκημα — το βλ. λάκημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”